Προς την αναθεώρηση του Συντάγματος

Του Κωνσταντίνου Μουρτοπάλλα

Ο επανακαθορισμός του Ελληνικού κράτους, που επακολούθησε μετά την πτώση της δικτατορίας, ως η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, επεσυνέβη με το Σύνταγμα του 1975, το οποίο εθέσπισε η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή. Έκτοτε, ο ομαλός πολιτειακός και πολιτικός βίος δεν διεκόπη και ο ελληνικός λαός απόλαυσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα αγαθά της Δημοκρατίας, το κράτος δικαίου, την προστασία των ατομικών ελευθεριών.

To Σύνταγμα του 1975 αποτέλεσε έναν μεγάλο σταθμό της πολιτειακής μας εξέλιξης. Οι αναθεωρήσεις του, επομένως, από το 1986 έως και σήμερα, οδηγώντας στην επίλυση «θεσμικών» εκκρεμοτήτων και στην εκλογίκευση και στον εξορθολογισμό ορισμένων ζητημάτων, συνέβαλαν στην εξέλιξη του πολιτειακού μας βίου.

Η αναθεώρηση του 1986 εστίασε στην αφαίρεση των υπερ – εξουσιών του ΠτΔ, επιλύοντας το ζήτημα της αντιφατικής συνύπαρξης προεδρικών και κοινοβουλευτικών στοιχείων, ενώ το 2001 το τότε αναθεωρητικό διάβημα, χαρακτηρίστηκε ως «συναινετική αναθεώρηση», με καινοτόμα αιχμή την εισαγωγή των μετα – πλειοψηφικών εγγυήσεων αλλά και «λεπτομερειακών ρυθμίσεων αδιανόητων για καταστατικό χάρτη», ενώ η «κολοβή» αναθεώρηση του 2008, αν και εκκίνησε με σκοπό την εισαγωγή σημαντικών συνταγματικών καινοτομιών, όπως η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου ή η αναθεώρηση του άρθρου 16, περιορίστηκε τελικώς σε ελάχιστα ζητήματα, λόγω της αδυναμίας επίτευξης των αναγκαίων αυξημένων πλειοψηφιών στην Αναθεωρητική Βουλή. Τέλος, η αναθεώρηση του 2019 υπήρξε μεν «μινιμαλιστική», υπό την έννοια των εστιασμένων και συγκεκριμένων αλλαγών, εισέφερε δε ουσιαστικές αλλαγές σε σειρά ζητημάτων.

Για παράδειγμα, η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτέλεσε ένα εκ των κυρίων αντικειμένων της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Συγκεκριμένα με την τροποποίηση της παρ. 4 του επίμαχου άρθρου 32 Συντ. επήλθαν σημαντικές μεταβολές ως προς το σύστημα εκλογής του αρχηγού του Κράτους. Η αδυναμία εκλογής ΠτΔ – λόγω μη επίτευξης της συγκέντρωσης της ειδικής αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 κατά την τρίτη ψηφοφορία – δεν συνεπάγεται την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών για την ανάδειξη νέας. Με τον τρόπο αυτό, η διαδικασία εκλογής του ΠτΔ συντελείται πλέον σε μια φάση που περιλαμβάνει πέντε ψηφοφορίες, όπου οι απαιτούμενες πλειοψηφίες από την πρώτη ψηφοφορία μέχρι και την τελευταία βαίνουν μειούμενες. Το εν λόγω άρθρο εφαρμόστηκε το πρώτον στην προσφάτως συντελεσθείσα εκλογή του νέου ΠτΔ Κωνσταντίνου Τασούλα.

Ένα άλλο θετικό στοιχείο ήταν, επίσης, η εισαγωγή στοιχείων ενίσχυσης της λαϊκής κυριαρχίας, όπως ο θεσμός της λαϊκής (νομοθετικής) πρωτοβουλίας. Επισημαίνεται, ότι ο θεσμός όπως καταστρώνεται στο Σύνταγμα δεν εισάγει δέσμευση της Βουλής ως προς το περιεχόμενο της πρότασης, αλλά υποχρέωση παραλαβής και επεξεργασίας της. Επομένως, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, όπως εισήχθη στο Ελληνικό Σύνταγμα, δεν πρέπει να συγχέεται με άλλα μοντέλα που επικρατούν στην αλλοδαπή, όπως για παράδειγμα το ιταλικό μοντέλο, που προβλέπει συγκεκριμένη αρμοδιότητα του εκλογικού σώματος, που συνίσταται στην εκδήλωση λαϊκής συνταγματικής πρωτοβουλίας, η οποία έχει εγκριτικό χαρακτήρα μέσω δημοψηφίσματος.

Ένα ακόμη στοιχείο ενίσχυσης της λαϊκής κυριαρχίας, που χρήζει επισήμανσης σε σχέση με την αναθεώρηση του 2019, είναι αυτό της διευκόλυνσης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους εκτός επικρατείας Έλληνες πολίτες, που εφαρμόστηκε στις προηγούμενες εθνικές εκλογικές διαδικασίες. Ως προς τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, η περαιτέρω διευκόλυνση των εκλογέων, με την υιοθέτηση και του μοντέλου της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές, είναι ζήτημα λαϊκής κυριαρχίας, που καταλείπεται πλέον προς ρύθμιση στον κοινό νομοθέτη.

Τέλος, θα συνιστούσε παράλειψη η μη αναφορά, της ενίσχυσης των δικαιωμάτων της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, που επέτυχε η τελευταία αναθεώρηση, η οποία αποσύνδεσε τη σύσταση των εξεταστικών επιτροπών από τη θέληση της πλειοψηφίας. Το ισχύον άρθρο 68 προβλέπει ότι η Βουλή μπορεί να συνιστά δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο εξεταστικές επιτροπές, εφόσον η σχετική πρόταση δέκα τουλάχιστον βουλευτών υπερψηφισθεί από τα δύο πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας.

Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα στάδιο αναθεωρητικού και μόνο διαλόγου, εφόσον δεν έχει κινηθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 110 του Συντ. Άρα, η όποια συζήτηση διεξάγεται ως τώρα, περιορίζεται σε εξαγγελίες ή θεωρητικές προτάσεις. Πάρα ταύτα, και δεδομένου ότι η παρούσα Βουλή μπορεί να καταστεί προτείνουσα, αξίζουν, εν είδει μιας πρώτης σταχυολόγησης, να αναφερθούν τα εξής για τους στόχους του μελλοντικού αναθεωρητικού διαβήματος:

Συνεχίζοντας από το 2019 μπορούν να επανεξεταστούν διάφορα ζητήματα όπως:

  • Της περαιτέρω ενίσχυσης των εξεταστικών επιτροπών και της ενδυνάμωσης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών έχει ως σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας και επομένως η πρόβλεψη περαιτέρω εγγυήσεων για την κοινοβουλευτική μειοψηφία (όπως η επιβολή ενός αριθμού αποδεικτικών μέσων από αυτή) ή και άρση του αριθμητικού περιορισμού (που δεν υπήρχε στο Σύνταγμα του 1927) θα συνέβαλαν στην ουσιαστική ενίσχυση του ελεγκτικού τους χαρακτήρα.
  • Ο εμπλουτισμός της διάκρισης των λειτουργιών, εντός του αντιπροσωπευτικού συστήματος, είτε μέσω της δημιουργίας ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου με (15 μέλη. 1/3 ΠτΔ, 1/3 Βουλή, 1/3 εκλέγεται από το σύνολο των δικαστών) το οποίο θα έχει αρμοδιότητες αντίστοιχες είτε με αυτές ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου όπως του Ιταλικού είτε με αυτές του γαλλικού Conseil Constitutionel ή μέσω της υποκατάστασης της Κυβέρνησης στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από τον ΠτΔ (κατά το γαλλικό μάλιστα μοντέλο ο ΠτΔ προϊσταται του Ανωτάτου Γαλλικού Συμβουλίου).
  • Αναφορικά με την ένθεση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων στο corpus του Συντάγματος υπενθυμίζεται ότι ήδη προβλέπεται μια ιδιαιτέρως αυστηρή διαδικασία για τους δικαστές (άρθρο 88 παρ. 4, το οποίο εφαρμόζεται κατά παραπομπή του άρθρου 16 παρ. 6 Συντ. και στους Καθηγητές των Α.Ε.Ι.), και εφόσον ισχύει το μείζον για τους κρατικούς λειτουργούς δεν μπορεί παρά να ισχύει το έλασσον και για τους υπηρέτες του δημοσίου.
  • Η ρητή συμπερίληψη στο Σύνταγμα ότι ο ΠτΔ αντιπροσωπεύει την εθνική ενότητα, μιας και εκ της συνταγματικής θέσης του ο Αρχηγός του Κράτους είναι Pater Patriae (κατά τους Λατίνους), η φωνή του Συντάγματος κατά τους Ιταλούς (Il Capo dello Stato è la voce della Costituzione), και ο φύλακας του Συντάγματος για εμάς.
  • Η επανακατάστρωση του θεσμού της τροπολογίας, ως μέσου (καλής) νομοθέτησης, προς την κατεύθυνση μιας συνεκτικής συνταγματικής μηχανικής ως προς τον τρόπο υποβολής, επεξεργασίας και εισαγωγής τους σε νομοσχέδιο.

Συνοψίζοντας, αν η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι μεν ικανή, αλλά όχι αυτοδύναμη, συνθήκη για την υπέρβαση των κρίσεων του αντιπροσωπευτικού συστήματος, η οποία επιτείνεται από το έλλειμμα ποιοτικής αντιπροσώπευσης, μπορεί να οδηγήσει τουλάχιστον σε αυτό που σκωπτικά επισήμανε ο Α. Τοκβίλ ότι «η παρούσα γενιά αναλαμβάνει τον ρόλο να γλυτώσει τις επόμενες γενιές από την φροντίδα να ρυθμίσουν τις τύχες τους».

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *